- στειλιαρώνω
- και στελιαρώνω Ν [στειλιάρι]1. προσαρμόζω στειλιάρι σ' ένα εργαλείο2. δέρνω πολύ κάποιον, ξυλοκοπώ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
στειλιαρώνω — 1. περνάω στειλιάρι στην αξίνα. 2. δέρνω: Τον στειλιάρωσε για τα καλά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)